Mνήμες καταχωνιασμένες





Ήταν ολόκληρη γυναίκα πια, κοντά στα 18 όταν της είπαν να κοιτάξει λίγο την κατάκοιτη γιαγιά μέχρι εκείνοι να γυρίσουν.
Μόλις έμεινε μόνη της με τη γιαγιά απέναντι της στο κρεβάτι, έβαλε το πρόσωπο της σ απόσταση αναπνοής από το δικό της και με φωνή που μόλις ακουγόταν, της ψιθύρισε.

- Και τώρα γλυκιά μου οι δυο μας....

Λέγοντας αυτά τα λόγια, μια αίσθηση απόλυτης κυριαρχίας την κατέκλυσε-αλήθεια πόση κυριαρχία μπορεί να νοιώσει κάποιος μ έναν ανήμπορο άνθρωπο απέναντι του...Η γιαγιά έκανε μια κίνηση να ανασηκωθεί...Μια κοφτή κίνηση την έριξε πίσω στα μαξιλάρια..

- Πουθενά δεν θα πας.. Είπα ! τώρα θα λογαριαστούμε οι δυο μας...

Αυτό το παιχνίδι κράτησε κάμποση ώρα. Την κοίταζε μ αληθινό μίσος, έφτασε μέχρι το σημείο να της περιορίσει τα χέρια ...ενεργούσε χωρίς να σκέπτεται, ένοιωσε απίστευτη ευχαρίστηση που τη *βασάνιζε* όπως όταν ήταν πολύ μικρή και βασάνιζε τα καημένα τα μυρμήγκια στην αυλή.
Αυτή η γυναίκα την είχε μεγαλώσει και την είχε μεγαλώσει καλά. Δεν είχε να θυμάται κακές στιγμές ούτε τραυματικές.. Την θυμάται να της ζωγραφίζει στο τετράδιο πάνω από την αντιγραφή της ανθισμένες αμυγδαλιές, τη θυμάται να κάθεται η μισή στην καρέκλα έτοιμη να πεταχτεί επάνω στην πρώτη διαταγή της εγγονής της.. Την θυμάται να την κοιτάζει στα μάτια συνέχεια , τόσο συνέχεια που εκνευριζόταν.. Την θυμάται να την κρατάει αγκαλιά σφιχτά πάνω στο περβάζι του παράθυρου και να κοιτάζουν οι δυο τους την κίνηση του δρόμου.. την θυμάται να την κάνει μπάνιο και πριν προλάβει να κυλήσει το τελευταίο ζεστό νερό από το κορμί της να την τυλίγει όλη μέσα σε μια ζεστή πετσέτα-μη κρυώσει το παιδί-
Άρα.. που είναι ο παιδικός έστω ψυχικός τραυματισμός που να δικαιολογεί αυτή την έξαρση της βίας απέναντι σ αυτόν τον άνθρωπο;
Ένοιωσε ξαφνικά απίστευτη ντροπή και φόβο. Αν το μάθαιναν οι άλλοι θα τη σκότωναν... Ευτυχώς που η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να τους τα πει.. Ντροπιασμένη και γεμάτη ενοχές απομακρύνθηκε από κοντά της.

Στην κηδεία της δεν έκλαψε, όπως δεν έκλαψε και στην κηδεία της μαμάς της. Μόνο το πρόσωπο της πέτρωσε κι έμεινε με άδεια στεγνά μάτια.

-Είμαι πολύ κακός άνθρωπος, είπε μέσα της και μέχρι σήμερα έθαψε αυτό το μυστικό βαθειά μέσα της...

Ενα χωνάκι παγωτό κάστανο







Βρήκα χτες στη βιβλιοθήκη μου, ένα βιβλίο του William Blake «Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης», άκοπες οι σελίδες του και μέσα μια ξεχασμένη κάρτα.

"Ισως είναι φυσικό όταν ανταμώνουν τα στοιχεία να μην καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνει ό,τι ακολουθεί. Ας ευχηθούμε να μας συμπαρασύρουν σε χώρες μαγικές. Χρόνια Πολλά ./Χριστούγεννα ΄94, Πρωτοχρονιά’95" .

Ηταν από έναν καλό μου φίλο που τον έβλεπα κάθε Χριστούγεννα που γύριζε στην Ελλάδα, αφού, από τότε που τελείωσε εδω στο Μετσόβιο τις σπουδές του πήγε στη Γερμανία για μεταπτυχιακά , ζει και δουλεύει από τότε στο Αμβούργο κι εργαζεται στο Πανεπιστήμιο.

Τον Κ.Κ. τον ξερω από τότε που ήμουν 17 χρονών εγω, 18 εκείνος. Βρεθήκαμε στα θρανια του Γαλλικου Ινστιτούτου στη Σίνα, εγω 3η Λυκειου, εκεινος πρωτοετής χημικος μηχανικός, με υποτροφία για την οποία παντα τον κοροιδευα, ενω μέσα μου τον θαυμαζα. Μονίμως τον πείραζα περιμένοντας πότε θα νευριασει και θα μου πει κανενα αι συχτιρ, αντεγραφα παντα απ αυτον, κι επαιρνα καλυτερους βαθμούς απ αυτον , γιατι, οπως και να το κάνουμε στην αντιγραφή έχεις την ευχέρεια να προσέξεις ασήμαντα πραγματα , όπως λόγου χάρη εναν τόνο που εκείνος θα είχε ξεχάσει. Πολύ νευριαζε μ αυτο, το ομολογώ, παρόλα αυτα συνέχιζε να μου επιτρέπει ν αντιγράφω. Τα βραδυα οταν σχολαγαμε, το κοβαμε με τα πόδια περνώντας μεσα απο το Κολωνάκι με την απαραίτητη στάση στα Εβερεστ για να παρω χωνακι με παγωτό κάστανο που το τρώγαμε μισό-μισό.
Ουτε που μας φαινόταν η διαδρομη έτσι που μιλάγαμε συνέχεια και χωρίζαμε στο Κάραβελ. Εκέινος πηγαινε αριστερά κι εγώ δεξιά..

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Κ, πάντα μ εβλεπε όποτε ερχόταν Αθήνα. Κάρτες του στα γενέθλια μου κάθε χρόνο επαιρνα από όποιο σημείο του κόσμου κι αν βρισκόταν, ακόμα κι απο τις Ανδεις. Τις περίμενα αυτες τις καρτες.. Ποτέ μου δεν του έστειλα ούτε μισή γραμμή. Αλαζονεία; γαιδουριά; Η αίσθηση πως όπως και να φερθώ , εκείνος θα είναι πάντα παρών;

Μεγάλωνα παιδιά κι ήμουν αυτο-περιορισμένη σ ένα αυτιστικο περιβάλλον που μόνη μου μ έβαλα και δεν είχα το κουράγιο να βγω.

Τώρα πιά, με την ευχέρεια του ελεύθερου δικού μου χρόνου, μπορώ να αντιληφθώ και να νιώσω ευγνώμων για το πόσοι αξιόλογοι ανθρωποι ήταν δίπλα μου και με αγαπούσαν χωρίς να ζητάνε αντάλλαγμα. Μόνο που εγω δεν ήμουν εκεί για να το δω.

Ο Κ. δεν στέλνει πιά κάρτες.. όχι πως δεν θέλει (ελπίζω) αλλά που να τις στείλει αφού εχω αλλάξει διεύθυνση και τηλέφωνα και δεν εχω δώσει σημεία ζωής εδω και 5 χρόνια..

Θα βρω το μειλ του από το Πανεπιστήμιο και θα του στείλω εγω.. Πως θα χωρέσω τα νέα της ζωής μου σ ενα μείλ.. Ισως απο κοντά παρεα μ ενα χωνάκι παγωτο κάστανο κι αν..



και μου έρχονται συνειρμικά στο μυαλο τα λόγια ενός αλλου Κ που είχε γραψει κάποτε :


"Αλλά έτσι είναι η ζωή. Ποτέ δεν ξέρεις πότε να «βγεις». Μόνον εκ των υστέρων - και αν.".