Τα κατακάθια μιας μέρας




H Κριστίνε εκλεισε την πόρτα πισω της και εσφιξε τα χειλη της. Ο παγωμενος αέρας αντι να την ηρεμησει την εκνευρισε που της επαιρνε το καπελλο κι εκανε τα μαλλια της να μπερδευονται.

Περπαταει γρηγορα και τα τακουνια της χτυπουν ρυθμικα πανω στο πλακοστρωτο, δινοντας ρυθμο στις σκεψεις της,.

Αν δεν τον συμπαθουσε τοσο πολυ, σιγουρα θα εκανε σκανδαλο μεσα στο καφέ , χαστουκιζοντας τον. Συγκρατηθηκε ομως, και δεν αφησε τιποτα να φανει στο προσωπο της. Αυτο εμεινε ηρεμο, χαμογελαστο, ενω μεσα της το ηφαίστειο εβραζε.

Τα ματια της τσουζανε απο τα δακρυα που ανεβηκαν χωρις να τα προσκαλεσει και το μυαλο της δουλευε με χιλιες στροφες. παντα ετσι δουλευει οταν την νευριαζουν.

Ναι θα τον χαστουκιζε ευχαριστως. Ηθελε να τον κανει να την "δει". Τον ακουγε μες στ αυτια της να της αναλυει το ονειρο της, να χαιδευει μια-μια τις λεξεις , την ωρα που εβγαιναν απο το στομα του , στρογγυλες , ολοσωστες, βγαλμενες καμπανιστά κι αβιαστα , αναπνεοντας απο την κοιλια οπως κανουν τα μωρα και οι μυημενοι στην ορθοφωνια, και σκεφτηκε: Αν δεν ενιωθα τοσο θυμωμενη (αλήθεια γιατι); θα πρεπε να διασκεδαζω μ αυτα που ακουω.

Το ονειρο της ηταν δικο της και του το αφησε μεσα στα χέρια του. Και της το επέστρεψε, μεσα σ ενα πακέτο, ντυμενο με μωβ φιογκο. Το μωβ τη νευριαζει, εκτος κι αν ειναι ενα μελλοντικό τραγουδι του Λάιου, η το μυριζει στις πασχαλιες του επιταφιου. Ποτέ αλλοτε.

Δεν την πειραξε που δεν ταυτιστηκαν οι ερμηνειες τους. Ξερει καλα οσο εκεινος, πως αυτο ηταν απο μονο του αυθαιρετο. Την ενοχλησε που αποφασισε ερημην της. Για εκεινην ηταν ηδη ξεκαθαρο τι σημαινε. Ναι εχασε το λουσατο 4x4. Ομως κρατησε το τιμόνι. Χωρις αυτο, το τζιπ ειναι ενα τιποτα. ενα κουφάρι. Εκεινη το ερμηνευσε πως αφησε να κυλισει πισω της η παλια της ζωη, κρατωντας ομως ακεραιο τον εαυτο της. το τιμονι της. Κι ο μπατσος, ηταν το "μεσο" για να το υλοποιησει. Και δεν την νοιαζει που δεν παει πια ουτε στο περιπτερο με το αυτοκινητο.. Εχει 2 πόδια που μπορουν να την πανε οπου θελει η καρδια της.

Χωρις να το καταλαβει φτανει στο σπιτι της. Στεκεται μπρος στον καθρεφτη του χωλ, βγαζοντας την καρφιτσα του καπέλου της. Σωριαζει στην μπερζερα το παλτο της και βγαζει τα γαντια της. Βγαζει προσεχτικα το καπελο, και τραβαει μηχανικα μια μια τις φουρκετες που συγκρατουσαν τοση ωρα τον χαμηλο στον αυχενα κοτσο της. Τα μαλλια της πεφτουν στους ωμους της ελευθερα. Εβγαλε το φουστανι της κι εμεινε να κοιτιεται γυμνη μπροστα στον καθρεφτη.

-Τα σκατωσες παλι ειπε στο ειδωλο της.

Γιατι αντι να σαι μες στην αρνηση (κι αυτη δεν ειχε ιδεα τοτε- μετα εμαθε τι σημαινει να σαι στο σταδιο της αρνησης), δεν του πες οσα ηθελες να του πεις; Δεν εχει νοημα , ηταν ηδη παρμένη η απόφαση από καιρο, της ειπε ο εαυτος της κι εκεινη αναψε τη μεγαλη λαμπα και περασε στο σαλονι.

Κατι ειχε αλλαξει στο σαλονι.. ηταν ενα σαλονι απο το μελλον.. ενα μεγαλο δωματιο, παραγωνο, με ενα παραθυρο και μια μπαλκονοπορτα που βλεπει σ ενα παρκο με ψηλα δεντρα, με 2 δερματινους καναπεδες, με πινακες του βαρλαμου και του Μυταρα στους τοιχους, βαμμενο σε χρωματα ζεστα, ο ενας τοιχος πιο εντονος οι αλλοι να φερνουν το ίσο. Βιβλια παντου, αντικειμενα διαλεγμενα κι αγαπημενα κι ενα χειροποιητο χαλι στο πατωμα. Το σπιτι της .

Πανω στον καναπε υπαρχουν αφημενα καδρα. Α ! τα εφερε , μονολογησε.. Τα πηρε στα χερια της, πρωτα τις μικρες κορνιζες, μετα τα μεγαλα καδρα.. Η ζωη της μεσα απο φωτογραφιες. Χαμογελουσε. Πηρε μια φωτογραφια, αυτη στα 12, μια αλλη ,μμμ ωραιο κοριτσακι ησουν, και τις εβαλε στη βιβλιοθηκη. Εμεινε ενα μεγαλο καδρο. Αυτο με τους γονεις της. Το πηρε στα χερια της και χαιδεψε το τζαμι του. Τους κοιταξε σοβαρα με τη συγκινηση που θα ενιωθε αν εβλεπε εκεινο το θρυλικο ζευγαρι του πολέμου την ωρα που δινουν Το Φιλί.

Αραγε αν κρεμουσα τα καδρα θα χαλουσα την αισθητικη του χωρου;- μονολογησε. Περασε στο μεγαλο διαδρομο που ενωνει την κρεβατοκαμαρα της με τα μπροστινα δωματια. Εδω θα τα βαλω ολα. στον διαδρομο. και τοσο καιρο σκεφτομουν τι να κανω να μη φαινονται τοσο αδειοι οι τοιχοι.. -εσκασε στα γελια. Θα φτιαξω μια απρομαυρη πινακοθηκη και θα ναι κι ωραια ;) . Ενθουσιασμενη περασε στο σαλονι της. Βολευτηκε στον καναπε και πηρε το λαπτοπ της αγκαλια. Το ανοιξε και αρχισε να γραφει:

Αγαπημενε μου Κ,
Ευχαριστω για το μειλ σου ... παντα χαιρομαι να σε διαβαζω και να σε απολαμβανω... Σ ευχαριστω που με βοηθησες να βρω το πιο ταιριστο μερος να κρεμασω τα καδρα μου.. Αυτα μονο μου εμεναν και το σπιτι μου πια ειναι έτοιμο...γεματο.

............ εκλεισε το λαπτοπ και σηκωθηκε, τα γυμνα της πόδια εσπρωξαν κατι στο πατωμα. Εσκυψε και επιασε στα χερια της μια καρφιτσα.. Λατρευει τις καρφιτσες αλλα αυτη ηταν απο μια αλλη εποχη.. Τοτε που αγαπουσε την art nouveau και γελουσε και νευριαζε μεσα σε καφέ , που μοσχομυριζαν αχνιστό καφέ και λαχταριστα στρούντελ. Ηταν μια καρφιτσα του Rene Lalique, μια γυναικα-πεταλουδα.

Ανοιξε παλι το λαπ της και συνεχισε το μειλ εκει που το ειχε αφησει..

Καληνυχτα σου Κ, αυτη η καρφιτσα ειναι για σενα, στη χαριζω , σου ανηκει..

Δική σου,

χ

1 σχόλιο:

Donnaliza είπε...

Αυτο το σαλονι της Κριστινε....μου ειναι ενα σαλονι γνωριμο αγαπημενο και οικειο... :)

Το τιμονι της και τα ματια της να της πεις φιλεναδα.

Φιλια γλυκα