Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη





Μερικές φορές, άμα θες, είσαι καλούλης. Μου έφερες αυτό που ήθελα, πριν καλά-καλά στο ζητήσω.

Και με γέμισες χαμόγελα. Τι καλύτερο για να ξεκινήσει κανείς μια νέα χρονιά; Με ξανάκανες για λίγο μικρή, μου ξαναθύμισες πως είναι να λαχταράς να κάνεις βουτιά μέσα στα πακέτα, να ξεσκίζεις το περιτύλιγμα και τις κατακόκκινες κορδέλες που σε κρατούν μακριά από το περιεχόμενο του..πόθου.

Αν είναι δυνατόν, θέλεις να γίνεις ένα μ’ αυτό. Η καρδιά χτυπάει ανυπόμονα, τα μάτια λάμπουν και τα μάγουλα κοκκινίζουν από τη λαχτάρα και την προσμονή. Και να, που μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, αντικρίζω το δώρο μου. Και σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ γι αυτό. Είναι καλύτερο και από τα πιο τρελά όνειρά μου. Η φαντασία μου, στάθηκε αυτή τη φορά, κατώτερη της πραγματικότητας. Έκανες πραγματικότητα, όλα αυτά που είχα στο κεφάλι μου μέσα και μου ήταν αδύνατο να τα εκφράσω τόσο εύγλωττα , ώστε να σου δώσω να καταλάβεις τι δώρο θέλω φέτος.

Τα λόγια μου είναι τόσο φτωχά κι η χαρά μου τόση μεγάλη, που μου είναι αδύνατον να με πειθαρχήσω, να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και στο χαρτί, τις λέξεις μου.

Όμως, εσύ, είμαι σίγουρη πως με καταλαβαίνεις.

Και θα πω σ’ όλους πως υπάρχεις, έτσι για να σκάσουν και μερικοί-μερικοί που λένε πως είσαι σκέτο παραμύθι, κι άλλοι που σε λένε, «μεγάλη λέρα».

Α! Και μια και πήρα φόρα…


Δώσε σε παρακαλώ εκείνο το ελαφάκι στον μικρό Κωστάκη μπας και μας ξεκουμπιστεί και δούμε κι εμείς καμιά άσπρη μέρα.

Σ αγαπώ πολύ πολύ Αγιε μου Βασίλη, να το ξέρεις

Γυναίκα και Τέχνη

Σωρε -Σομελοπ





Τι περίμενε δηλαδή? Να χρησιμοποιήσω μια τόσο γελοία λέξη?

Γελάσαμε κι οι δύο όταν μου βγήκε από το στόμα πειράζοντας τον, δείχνοντας του το γελοίο της στιγμής. Αυτά σκεφτόταν όσο οδηγούσε για να τον πάρει από το αεροδρόμιο εκείνο το βράδυ της Παρασκευής. Δυο ώρες μετά , μέσα σ ένα εστιατόριο, η όρεξη για φαγητό είχε κοπεί. Τα μάτια και οι αισθήσεις ήταν σ άλλα μονοπάτια επικεντρωμένα. Την κοιτούσε με ένα διεισδυτικό βλέμμα. Τον "έψαχνε" στις σκιές που έριχνε το κερί ανάμεσα τους. Οι λέξεις τους τελείωσαν. Πάμε; Είπαν κι οι δυο με μια φωνή. Γέλασε δυνατά, ανακουφισμένη, αποφορτίζοντας έτσι την ένταση που ένιωθε. Ναι , πάντα σκέφτονταν τα ίδια, την ίδια στιγμή. Η μαγεία είναι ακόμα ζωντανή ανάμεσα τους. Ο παγωμένος αέρας ήρθε σύμμαχος να κατευνάσει τη φλόγα που τη ζεμάταγε. Σφίχτηκε πάνω του μέχρι το αυτοκίνητο.

- Δώσε μου τα κλειδιά σου. Από εδώ και πέρα σε οδηγώ εγώ.

Αγαπημένο μου Δημιούργημα




Τον είδα χτες στον ύπνο μου. Είδα να του γράφω ένα γράμμα. Στην αρχή μπερδεύτηκα. Εγραφα σ΄Αυτόν, ή στον Αγιο Βασίλη.. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που το θυμάμαι mot a mot. Και ξύπνησα ουρλιάζοντας από τον εφιάλτη.



Φανταστικέ μου Aνδρα,

Αχ να ξερες μόνο, που το ξέρεις -δεν είναι δυνατόν να μη το ξέρεις-, πόσο σ' αγαπώ, ακόμα κι όταν με νευριάζεις. Ειδικά όταν δεν μου μιλάς. Στο μυαλό μου. Αλλά, ποιος σ' έχει ανάγκη στην τελική; Εγώ σ' έφτιαξα, και μου ανήκεις. Πνευματικό μου δημιούργημα είσαι και κάτω τα χέρια σας οι υπόλοιποι.

Είναι πολύ ανακουφιστικό για μένα, όταν πηδιέμαι μ άλλους, να σκέφτομαι πως Εσύ με έβαλες. Έτσι δεν φαίνομαι στα μάτια μου - κι ας λέω πόσο διψασμένη σκύλα είμαι και όσο και να το κάνω, πάντα, ένα μέρος μου μένει ανικανοποίητο. Γιατί, από όλους μπορώ να κρυφτώ, ακόμα κι από εμένα. Όχι για πολύ. Η αλήθεια έρχεται και με μαστιγώνει. Στη μούρη. Και τότε την κρύβω κάτω από το χαλί, πίσω από την οθόνη του υπολογιστή μου, μέσα από το ποτό, στα χυμένα σεντόνια, όπως ακριβώς κάνουν κι οι γάτες με τα σκατά τους. Να μη φαίνεται, να μη μυρίζει , να μη μου φωνάζει στα μούτρα: ΨΕΥΤΡΑ. Αλλά αυτά δεν τα λέμε δυνατά, δυνατά λέμε πόσο και γαμώ είμαστε κι οι δυο μας. Εσύ που είσαι και γαμώ τους φανταστικούς Ανδρες κι εγώ η αφοσιωμένη-προσηλωμένη σ΄ Εσένα.

Δεν σ' αλλάζω με κανέναν άλλον. Όλοι οι άλλοι είναι απλά οδοντόκρεμες που έρχονται και φεύγουν. Και τους βαφτίζω όπως θέλω. Εσύ, είσαι η αναφορά μου. Το κέντρο της ύπαρξής μου. Σε πλάθω με πλαστελίνη. Σου δίνω σχήμα και υπόσταση. Σε κάνω όπως θέλω. Τελικά, Εσύ εξυπηρετείς εμένα κι όχι εγώ εσένα.

Λεπτομέρειες… Το φαίνεσθαι έχει μεγαλύτερη σημασία από το Είναι.

Σε φιλώ, ακουμπώντας τα χείλη μου στην τρικυμισμένη οθόνη. Του μυαλού μου.

Ε, Φανταστικέ μου Αντρα;

Αυτά είναι χάρισμά μας , στα μούτρα τα δικά μας.






Αυτή τη στιγμή, ακούω φωνές παιδιών από το παράθυρο μου που φωνάζουν : Μπάτσοι -γουρούνια - δολοφόνοι. Πριν λίγη ώρα, βγαίνοντας από την πύλη του Πανεπιστημίου, φοιτητές, σταματούσαν όλα τ αυτοκίνητα και μοίραζαν χαρτιά. Σταματούσαν τα λεωφορεία , άνοιγαν τις πόρτες και πέταγαν μέσα τα χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα φώναζαν: Όλοι κάτω στην πορεία. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και δεν είναι η ιδέα μου επειδή εγώ νιώθω έτσι. Είναι. Κι εγώ είμαι οργισμένη. Μόνο που δεν ξέρω με ποιον. Μ' εμένα, με τους συνομήλικους μου, που βολευτήκαμε και το βουλώσαμε , που μεγαλώνουμε παιδιά μπουκώνοντάς τα αγαθά, χωρίς να τα μαθαίνουμε τα βασικά, που τους δείχνουμε με το παράδειγμα μας, πως θα "τρουπώσουν", πως θα βολευτούν, πως θ απολαύσουν τα πάντα σε καλές τιμές και με χιλιάδες άτοκες δόσεις, που κάνουμε σπονδές στο τίποτα, που πουλάμε μούρη , που είμαστε του φαίνεσθαι κι όχι του είναι, που φτιάχνουμε αυριανούς ενήλικες , όχι έτοιμους να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους, αλλά ρομποτακια που προγραμματίστηκαν στο να καταναλώνουν χωρίς να σκέφτονται. Που τα μπουκώνουμε και τα κρατάμε σε καταστολή. Να βαριούνται, γιατί τα χουν (νομίζουν) όλα. Και να μην έχουν το βασικότερο. Τη δύναμη να αντιδράσουν και να αντισταθούν σ ένα σάπιο σύστημα που βραβεύει τους πονηρούς , τα λαμόγια, όσους εξελίσσονται και γίνονται τρανοί, όχι γιατί το αξίζουν, αλλά γιατί έχουν ελαστικές ηθικές, τόσο ελαστικές που τίποτα δεν τους αγγίζει. Τους φτύνουν και λένε τι ωραία που βρέχει. Που θαυμάζουν το μέτριο και την ομοιομορφία. Που ζουν κι αναπνέουν για το λαιφ σταιλ. Που πολεμούν το διαφορετικό, τη γνώση και όποιον ξεχωρίζει από τα σκατά. Που βασιλεύει ο τσαμπουκάς και ο τσάμπα μάγκας. Βέβαια, όπου τον παίρνει. Γιατί εκεί που δεν τον παίρνει , σφυρίζει αδιάφορα.

Μακριά από τον κώλο μας να ναι, κι όπου θέλει ας μπει…
Αυτά Κυρίες και Κύριοι και πάλι ,

Συγχαρητήρια σε όλους μας!!!!!!!! Μόλις πήραμε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης.. Να το χαιρόμαστε και ας το βάλουμε όπου δει. Κατά πρότιμηση, στον κώλο μας μπας και ξυπνήσουμε.