Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη





Μερικές φορές, άμα θες, είσαι καλούλης. Μου έφερες αυτό που ήθελα, πριν καλά-καλά στο ζητήσω.

Και με γέμισες χαμόγελα. Τι καλύτερο για να ξεκινήσει κανείς μια νέα χρονιά; Με ξανάκανες για λίγο μικρή, μου ξαναθύμισες πως είναι να λαχταράς να κάνεις βουτιά μέσα στα πακέτα, να ξεσκίζεις το περιτύλιγμα και τις κατακόκκινες κορδέλες που σε κρατούν μακριά από το περιεχόμενο του..πόθου.

Αν είναι δυνατόν, θέλεις να γίνεις ένα μ’ αυτό. Η καρδιά χτυπάει ανυπόμονα, τα μάτια λάμπουν και τα μάγουλα κοκκινίζουν από τη λαχτάρα και την προσμονή. Και να, που μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, αντικρίζω το δώρο μου. Και σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ γι αυτό. Είναι καλύτερο και από τα πιο τρελά όνειρά μου. Η φαντασία μου, στάθηκε αυτή τη φορά, κατώτερη της πραγματικότητας. Έκανες πραγματικότητα, όλα αυτά που είχα στο κεφάλι μου μέσα και μου ήταν αδύνατο να τα εκφράσω τόσο εύγλωττα , ώστε να σου δώσω να καταλάβεις τι δώρο θέλω φέτος.

Τα λόγια μου είναι τόσο φτωχά κι η χαρά μου τόση μεγάλη, που μου είναι αδύνατον να με πειθαρχήσω, να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και στο χαρτί, τις λέξεις μου.

Όμως, εσύ, είμαι σίγουρη πως με καταλαβαίνεις.

Και θα πω σ’ όλους πως υπάρχεις, έτσι για να σκάσουν και μερικοί-μερικοί που λένε πως είσαι σκέτο παραμύθι, κι άλλοι που σε λένε, «μεγάλη λέρα».

Α! Και μια και πήρα φόρα…


Δώσε σε παρακαλώ εκείνο το ελαφάκι στον μικρό Κωστάκη μπας και μας ξεκουμπιστεί και δούμε κι εμείς καμιά άσπρη μέρα.

Σ αγαπώ πολύ πολύ Αγιε μου Βασίλη, να το ξέρεις

Γυναίκα και Τέχνη

Σωρε -Σομελοπ





Τι περίμενε δηλαδή? Να χρησιμοποιήσω μια τόσο γελοία λέξη?

Γελάσαμε κι οι δύο όταν μου βγήκε από το στόμα πειράζοντας τον, δείχνοντας του το γελοίο της στιγμής. Αυτά σκεφτόταν όσο οδηγούσε για να τον πάρει από το αεροδρόμιο εκείνο το βράδυ της Παρασκευής. Δυο ώρες μετά , μέσα σ ένα εστιατόριο, η όρεξη για φαγητό είχε κοπεί. Τα μάτια και οι αισθήσεις ήταν σ άλλα μονοπάτια επικεντρωμένα. Την κοιτούσε με ένα διεισδυτικό βλέμμα. Τον "έψαχνε" στις σκιές που έριχνε το κερί ανάμεσα τους. Οι λέξεις τους τελείωσαν. Πάμε; Είπαν κι οι δυο με μια φωνή. Γέλασε δυνατά, ανακουφισμένη, αποφορτίζοντας έτσι την ένταση που ένιωθε. Ναι , πάντα σκέφτονταν τα ίδια, την ίδια στιγμή. Η μαγεία είναι ακόμα ζωντανή ανάμεσα τους. Ο παγωμένος αέρας ήρθε σύμμαχος να κατευνάσει τη φλόγα που τη ζεμάταγε. Σφίχτηκε πάνω του μέχρι το αυτοκίνητο.

- Δώσε μου τα κλειδιά σου. Από εδώ και πέρα σε οδηγώ εγώ.

Αγαπημένο μου Δημιούργημα




Τον είδα χτες στον ύπνο μου. Είδα να του γράφω ένα γράμμα. Στην αρχή μπερδεύτηκα. Εγραφα σ΄Αυτόν, ή στον Αγιο Βασίλη.. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που το θυμάμαι mot a mot. Και ξύπνησα ουρλιάζοντας από τον εφιάλτη.



Φανταστικέ μου Aνδρα,

Αχ να ξερες μόνο, που το ξέρεις -δεν είναι δυνατόν να μη το ξέρεις-, πόσο σ' αγαπώ, ακόμα κι όταν με νευριάζεις. Ειδικά όταν δεν μου μιλάς. Στο μυαλό μου. Αλλά, ποιος σ' έχει ανάγκη στην τελική; Εγώ σ' έφτιαξα, και μου ανήκεις. Πνευματικό μου δημιούργημα είσαι και κάτω τα χέρια σας οι υπόλοιποι.

Είναι πολύ ανακουφιστικό για μένα, όταν πηδιέμαι μ άλλους, να σκέφτομαι πως Εσύ με έβαλες. Έτσι δεν φαίνομαι στα μάτια μου - κι ας λέω πόσο διψασμένη σκύλα είμαι και όσο και να το κάνω, πάντα, ένα μέρος μου μένει ανικανοποίητο. Γιατί, από όλους μπορώ να κρυφτώ, ακόμα κι από εμένα. Όχι για πολύ. Η αλήθεια έρχεται και με μαστιγώνει. Στη μούρη. Και τότε την κρύβω κάτω από το χαλί, πίσω από την οθόνη του υπολογιστή μου, μέσα από το ποτό, στα χυμένα σεντόνια, όπως ακριβώς κάνουν κι οι γάτες με τα σκατά τους. Να μη φαίνεται, να μη μυρίζει , να μη μου φωνάζει στα μούτρα: ΨΕΥΤΡΑ. Αλλά αυτά δεν τα λέμε δυνατά, δυνατά λέμε πόσο και γαμώ είμαστε κι οι δυο μας. Εσύ που είσαι και γαμώ τους φανταστικούς Ανδρες κι εγώ η αφοσιωμένη-προσηλωμένη σ΄ Εσένα.

Δεν σ' αλλάζω με κανέναν άλλον. Όλοι οι άλλοι είναι απλά οδοντόκρεμες που έρχονται και φεύγουν. Και τους βαφτίζω όπως θέλω. Εσύ, είσαι η αναφορά μου. Το κέντρο της ύπαρξής μου. Σε πλάθω με πλαστελίνη. Σου δίνω σχήμα και υπόσταση. Σε κάνω όπως θέλω. Τελικά, Εσύ εξυπηρετείς εμένα κι όχι εγώ εσένα.

Λεπτομέρειες… Το φαίνεσθαι έχει μεγαλύτερη σημασία από το Είναι.

Σε φιλώ, ακουμπώντας τα χείλη μου στην τρικυμισμένη οθόνη. Του μυαλού μου.

Ε, Φανταστικέ μου Αντρα;

Αυτά είναι χάρισμά μας , στα μούτρα τα δικά μας.






Αυτή τη στιγμή, ακούω φωνές παιδιών από το παράθυρο μου που φωνάζουν : Μπάτσοι -γουρούνια - δολοφόνοι. Πριν λίγη ώρα, βγαίνοντας από την πύλη του Πανεπιστημίου, φοιτητές, σταματούσαν όλα τ αυτοκίνητα και μοίραζαν χαρτιά. Σταματούσαν τα λεωφορεία , άνοιγαν τις πόρτες και πέταγαν μέσα τα χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα φώναζαν: Όλοι κάτω στην πορεία. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και δεν είναι η ιδέα μου επειδή εγώ νιώθω έτσι. Είναι. Κι εγώ είμαι οργισμένη. Μόνο που δεν ξέρω με ποιον. Μ' εμένα, με τους συνομήλικους μου, που βολευτήκαμε και το βουλώσαμε , που μεγαλώνουμε παιδιά μπουκώνοντάς τα αγαθά, χωρίς να τα μαθαίνουμε τα βασικά, που τους δείχνουμε με το παράδειγμα μας, πως θα "τρουπώσουν", πως θα βολευτούν, πως θ απολαύσουν τα πάντα σε καλές τιμές και με χιλιάδες άτοκες δόσεις, που κάνουμε σπονδές στο τίποτα, που πουλάμε μούρη , που είμαστε του φαίνεσθαι κι όχι του είναι, που φτιάχνουμε αυριανούς ενήλικες , όχι έτοιμους να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους, αλλά ρομποτακια που προγραμματίστηκαν στο να καταναλώνουν χωρίς να σκέφτονται. Που τα μπουκώνουμε και τα κρατάμε σε καταστολή. Να βαριούνται, γιατί τα χουν (νομίζουν) όλα. Και να μην έχουν το βασικότερο. Τη δύναμη να αντιδράσουν και να αντισταθούν σ ένα σάπιο σύστημα που βραβεύει τους πονηρούς , τα λαμόγια, όσους εξελίσσονται και γίνονται τρανοί, όχι γιατί το αξίζουν, αλλά γιατί έχουν ελαστικές ηθικές, τόσο ελαστικές που τίποτα δεν τους αγγίζει. Τους φτύνουν και λένε τι ωραία που βρέχει. Που θαυμάζουν το μέτριο και την ομοιομορφία. Που ζουν κι αναπνέουν για το λαιφ σταιλ. Που πολεμούν το διαφορετικό, τη γνώση και όποιον ξεχωρίζει από τα σκατά. Που βασιλεύει ο τσαμπουκάς και ο τσάμπα μάγκας. Βέβαια, όπου τον παίρνει. Γιατί εκεί που δεν τον παίρνει , σφυρίζει αδιάφορα.

Μακριά από τον κώλο μας να ναι, κι όπου θέλει ας μπει…
Αυτά Κυρίες και Κύριοι και πάλι ,

Συγχαρητήρια σε όλους μας!!!!!!!! Μόλις πήραμε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης.. Να το χαιρόμαστε και ας το βάλουμε όπου δει. Κατά πρότιμηση, στον κώλο μας μπας και ξυπνήσουμε.

Ο μεσαίος χώρος είναι πραγματικός




ΕΝΑΣ και Μοναδικός στη ζωή μας, υπήρξε μόνο ο πατέρας μας. Καλός, κακός, ουδέτερος, υπαρκτός ή ανύπαρκτος, δεν έχει σημασία. Αυτός είναι, ή ήταν, και αυτό δεν αλλάζει.

Στην ενήλικη ζωή μας, δυστυχώς ή και ευτυχώς, η διπολικότητα (θέλω να τα έχω ΟΛΑ αλλιώς δεν θέλω ΤΙΠΟΤΑ) μας κατατρώει και μας κρατάει δέσμιους. Στο ένα άκρο έχουμε την κενότητα, το τίποτα, την απάθεια- όλοι καλοί πρόδρομοι της κατάθλιψης και στο άλλο το απόλυτο πάθος , όπου ψάχνουμε και ελπίζουμε να βρούμε τη σχέση passepartout που "μαγικά" θα μας ξεκλειδώσει και θα μας οδηγήσει στην ευτυχία και στην έκσταση.

Και ανάμεσα σ' αυτά τα δύο; Δεν υπάρχει τίποτα; Το απόλυτο κενό;

To αναγνωρίζω στους άλλους, γιατί, πρώτη και καλύτερη το είχα εγώJ. Δεν συμβιβαζόμουν με τα λίγα. Τα ήθελα όλα ή προτιμούσα το τίποτα. Κι αυτό με θύμωνε και με καθήλωνε. Σαν τα μικρά παιδιά που αλλάζουν με ασύλληπτη ταχύτητα το κλάμα με το γέλιο. Χωρίς κανένα πέρασμα ανάμεσα στα δύο άκρα.

Γιατί το χρειαζόμαστε αυτό εμείς; Ίσως κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη νοσταλγία. Να γυρίσουμε πίσω και ας είναι πια ασπρόμαυρες φωτογραφίες της ζωής μας. Στη θολή παλιά εικόνα της ασπρόμαυρης ασφάλειας. Ή σ αυτήν που θα θέλαμε να είναι. Ή σ αυτήν που προσπαθούμε να ανακατασκευάσουμε για να νιώσουμε ευτυχισμένοι.

Όλοι, λίγο ως πολύ, ξαναγυρίζουμε κάποιες φορές στη ζωή μας πίσω. Άλλοι με τα λόγια και τις σκέψεις, παντρεύοντας τη νοσταλγία με την τωρινή μας πραγματικότητα, κι άλλοι με τις πράξεις τους που τους κρατάνε πίσω. Οι πρώτοι, με πολλή δουλειά και την απαραίτητη αποδοχή της ματαίωσης, μπορούν να δεχτούν έστω και με πίκρα πως αυτό πάει , μας τέλειωσε.. Διορθώσεις η επαναπροσδιορισμοί εκ των υστέρων δεν μπορούν να γίνουν. Κι αυτό πονάει και πονάει και πολύ. Και θα πονάει πάντα. Μέχρι να πεθάνουμε. Δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα γι’ αυτό, παρά μόνο να το θρηνήσει και να πάει παρακάτω. Οι άλλοι όχι. Μένουν εκεί περιμένοντας να αλλάξουν τα πράγματα. Μακάρι να άλλαζαν έτσι , όμως γμτ δεν αλλάζουν.

Σαν «κάτοικος» πια του ενδιάμεσου χώρου, βλέπω πως υπάρχουν πολλά πράγματα ανάμεσα στον απόλυτο Έρωτα και το απόλυτο Τίποτα. Αναγνωρίζω πια, πως το καλό μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά είναι καλό. Η δική μου σωτηρία της ψυχής..

Mνήμες καταχωνιασμένες





Ήταν ολόκληρη γυναίκα πια, κοντά στα 18 όταν της είπαν να κοιτάξει λίγο την κατάκοιτη γιαγιά μέχρι εκείνοι να γυρίσουν.
Μόλις έμεινε μόνη της με τη γιαγιά απέναντι της στο κρεβάτι, έβαλε το πρόσωπο της σ απόσταση αναπνοής από το δικό της και με φωνή που μόλις ακουγόταν, της ψιθύρισε.

- Και τώρα γλυκιά μου οι δυο μας....

Λέγοντας αυτά τα λόγια, μια αίσθηση απόλυτης κυριαρχίας την κατέκλυσε-αλήθεια πόση κυριαρχία μπορεί να νοιώσει κάποιος μ έναν ανήμπορο άνθρωπο απέναντι του...Η γιαγιά έκανε μια κίνηση να ανασηκωθεί...Μια κοφτή κίνηση την έριξε πίσω στα μαξιλάρια..

- Πουθενά δεν θα πας.. Είπα ! τώρα θα λογαριαστούμε οι δυο μας...

Αυτό το παιχνίδι κράτησε κάμποση ώρα. Την κοίταζε μ αληθινό μίσος, έφτασε μέχρι το σημείο να της περιορίσει τα χέρια ...ενεργούσε χωρίς να σκέπτεται, ένοιωσε απίστευτη ευχαρίστηση που τη *βασάνιζε* όπως όταν ήταν πολύ μικρή και βασάνιζε τα καημένα τα μυρμήγκια στην αυλή.
Αυτή η γυναίκα την είχε μεγαλώσει και την είχε μεγαλώσει καλά. Δεν είχε να θυμάται κακές στιγμές ούτε τραυματικές.. Την θυμάται να της ζωγραφίζει στο τετράδιο πάνω από την αντιγραφή της ανθισμένες αμυγδαλιές, τη θυμάται να κάθεται η μισή στην καρέκλα έτοιμη να πεταχτεί επάνω στην πρώτη διαταγή της εγγονής της.. Την θυμάται να την κοιτάζει στα μάτια συνέχεια , τόσο συνέχεια που εκνευριζόταν.. Την θυμάται να την κρατάει αγκαλιά σφιχτά πάνω στο περβάζι του παράθυρου και να κοιτάζουν οι δυο τους την κίνηση του δρόμου.. την θυμάται να την κάνει μπάνιο και πριν προλάβει να κυλήσει το τελευταίο ζεστό νερό από το κορμί της να την τυλίγει όλη μέσα σε μια ζεστή πετσέτα-μη κρυώσει το παιδί-
Άρα.. που είναι ο παιδικός έστω ψυχικός τραυματισμός που να δικαιολογεί αυτή την έξαρση της βίας απέναντι σ αυτόν τον άνθρωπο;
Ένοιωσε ξαφνικά απίστευτη ντροπή και φόβο. Αν το μάθαιναν οι άλλοι θα τη σκότωναν... Ευτυχώς που η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να τους τα πει.. Ντροπιασμένη και γεμάτη ενοχές απομακρύνθηκε από κοντά της.

Στην κηδεία της δεν έκλαψε, όπως δεν έκλαψε και στην κηδεία της μαμάς της. Μόνο το πρόσωπο της πέτρωσε κι έμεινε με άδεια στεγνά μάτια.

-Είμαι πολύ κακός άνθρωπος, είπε μέσα της και μέχρι σήμερα έθαψε αυτό το μυστικό βαθειά μέσα της...

Ενα χωνάκι παγωτό κάστανο







Βρήκα χτες στη βιβλιοθήκη μου, ένα βιβλίο του William Blake «Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης», άκοπες οι σελίδες του και μέσα μια ξεχασμένη κάρτα.

"Ισως είναι φυσικό όταν ανταμώνουν τα στοιχεία να μην καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνει ό,τι ακολουθεί. Ας ευχηθούμε να μας συμπαρασύρουν σε χώρες μαγικές. Χρόνια Πολλά ./Χριστούγεννα ΄94, Πρωτοχρονιά’95" .

Ηταν από έναν καλό μου φίλο που τον έβλεπα κάθε Χριστούγεννα που γύριζε στην Ελλάδα, αφού, από τότε που τελείωσε εδω στο Μετσόβιο τις σπουδές του πήγε στη Γερμανία για μεταπτυχιακά , ζει και δουλεύει από τότε στο Αμβούργο κι εργαζεται στο Πανεπιστήμιο.

Τον Κ.Κ. τον ξερω από τότε που ήμουν 17 χρονών εγω, 18 εκείνος. Βρεθήκαμε στα θρανια του Γαλλικου Ινστιτούτου στη Σίνα, εγω 3η Λυκειου, εκεινος πρωτοετής χημικος μηχανικός, με υποτροφία για την οποία παντα τον κοροιδευα, ενω μέσα μου τον θαυμαζα. Μονίμως τον πείραζα περιμένοντας πότε θα νευριασει και θα μου πει κανενα αι συχτιρ, αντεγραφα παντα απ αυτον, κι επαιρνα καλυτερους βαθμούς απ αυτον , γιατι, οπως και να το κάνουμε στην αντιγραφή έχεις την ευχέρεια να προσέξεις ασήμαντα πραγματα , όπως λόγου χάρη εναν τόνο που εκείνος θα είχε ξεχάσει. Πολύ νευριαζε μ αυτο, το ομολογώ, παρόλα αυτα συνέχιζε να μου επιτρέπει ν αντιγράφω. Τα βραδυα οταν σχολαγαμε, το κοβαμε με τα πόδια περνώντας μεσα απο το Κολωνάκι με την απαραίτητη στάση στα Εβερεστ για να παρω χωνακι με παγωτό κάστανο που το τρώγαμε μισό-μισό.
Ουτε που μας φαινόταν η διαδρομη έτσι που μιλάγαμε συνέχεια και χωρίζαμε στο Κάραβελ. Εκέινος πηγαινε αριστερά κι εγώ δεξιά..

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Κ, πάντα μ εβλεπε όποτε ερχόταν Αθήνα. Κάρτες του στα γενέθλια μου κάθε χρόνο επαιρνα από όποιο σημείο του κόσμου κι αν βρισκόταν, ακόμα κι απο τις Ανδεις. Τις περίμενα αυτες τις καρτες.. Ποτέ μου δεν του έστειλα ούτε μισή γραμμή. Αλαζονεία; γαιδουριά; Η αίσθηση πως όπως και να φερθώ , εκείνος θα είναι πάντα παρών;

Μεγάλωνα παιδιά κι ήμουν αυτο-περιορισμένη σ ένα αυτιστικο περιβάλλον που μόνη μου μ έβαλα και δεν είχα το κουράγιο να βγω.

Τώρα πιά, με την ευχέρεια του ελεύθερου δικού μου χρόνου, μπορώ να αντιληφθώ και να νιώσω ευγνώμων για το πόσοι αξιόλογοι ανθρωποι ήταν δίπλα μου και με αγαπούσαν χωρίς να ζητάνε αντάλλαγμα. Μόνο που εγω δεν ήμουν εκεί για να το δω.

Ο Κ. δεν στέλνει πιά κάρτες.. όχι πως δεν θέλει (ελπίζω) αλλά που να τις στείλει αφού εχω αλλάξει διεύθυνση και τηλέφωνα και δεν εχω δώσει σημεία ζωής εδω και 5 χρόνια..

Θα βρω το μειλ του από το Πανεπιστήμιο και θα του στείλω εγω.. Πως θα χωρέσω τα νέα της ζωής μου σ ενα μείλ.. Ισως απο κοντά παρεα μ ενα χωνάκι παγωτο κάστανο κι αν..



και μου έρχονται συνειρμικά στο μυαλο τα λόγια ενός αλλου Κ που είχε γραψει κάποτε :


"Αλλά έτσι είναι η ζωή. Ποτέ δεν ξέρεις πότε να «βγεις». Μόνον εκ των υστέρων - και αν.".

Σχέσεις εξ' αποστάσεως





σχεσεις εξ αποστασεως..σχέσεις με προγραμμα , με προκαθορισμένη την εξελιξη σε μεγαλο ποσοστο. Σχέσεις με διαρκεια οχι τοσο στο πραγματικο τους μερος, οσο στο φαντασιωσικο.σχέσεις ασφαλείας, σαν ενα δίχτυ που μας προστατευει από την "πτωση".

σχέσεις εντονες , ανολοκληρωτες γι αυτο και τοσο ερεθιστικες, που ακομα κι αν βλεπεις τον αλλον μια στο τοσο, παιρνεις ικανοποιηση με το κουταλακι του γλυκου.. σα φαρμακο.. για ν αντεξεις μεχρι την επομενη φορα..

Τις εχουμε αναγκη, οσοι τις εχουμε; Ναι, για να τις κανουμε θα τις εχουμε. Αλλοιως θα βρισκαμε καποιους κοντινους προορισμους..που ομως μας φανταζουν τοσο σαρωτικοι που δεν θα τους αντεχαμε..σαν να φορας ενα ζευγαρι μαγεμενα κοκκινα παπουτσια και να ησουν αναγκασμενος και καταδικασμενος συνεχεια να χορευεις..μεχρι να εξοντωθεις..

σχεσεις εξ αποστασεως..εξιδανικευμενες απο την αποσταση. Ποτε να προλαβεις να απομυθοποιησεις τον αλλον.. ο χρονος του σαβατοκυριακου η των κοινων διακοπων δεν αρκει.. κι ετσι παραμενουμε "ιδανικοι κι αναξιοι εραστες των μακρισμενων θαλασσών και των γαλαζιων πόντων" σε ενα κατ' εξοχην ναρκισσιστικο και προφυλαγμενο σκηνικο..

Στα μέτρα μας και τις αντοχές μας.

Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νυχτα




Χτες πήγα θέατρο. Την περιμενα πως και πως αυτη τη μερα, και παρολες τις αντιξοότητες, τελος καλό, ολα καλα..


Εξαιρετικη παρασταση, με σεβασμο στο θεατη, πραγμα που το ήξερα εξ αρχης..


Ενα απο τα τελευταια έργα του Ευγένιου Ο' Νηλ, καθαρα αυτοβιογραφικό, που μας μιλαει για τις σχεσεις μιας οικογένειας. Η αγάπη και το μισος που νιωθουν τα μελη της, τα αδιεξοδα και οι χαμενες ελπίδες, τα λάθη, οι σιωπές, η εμμονή στην αρνηση της πραγματικοτητας, η εμμονή στο φαινεσθε κι οχι στο ειναι, οι μεταπτώσεις οταν η πραγματικοτητα τους αναγκαζει με το ζορι να δουν την αληθεια τους χωρις να τους δινει διεξοδα να κανουν πως δεν υπαρχει, δινει στο εργο μια άλλη αξια διαχρονική..


Δεν ειναι κατι που αφορα μονο σ αυτην την οικογενεια. Συμβαινει τοσο συχνα που κατανταει εκνευριστικο. Καθε θεατης, θ' αναγνωρισει "κομματια" του και θα ταυτιστει με τους πρωταγωνιστες. 4 ανθρωποι, τοσο δεμενοι μα και τοσο ξενοι. Ο καθενας φυλακισμενος στο δικό του κύκλο βιωνει τις δραματικες αλλαγες και τα αδιεξοδα τα προσωπικα του και των άλλων. Αγγελοι και διαβολοι την ιδια στιγμη. Αυτος που προσφέρει, την ιδια στιγμη αναιρειται σκιζοντας τον αλλον, καταλογιζοντας του τις δικες του αποτυχιες, φορτωνοντας ετσι τους αλλους, με τα δικα του κομμάτια.


Εξιλέωση; Ελπίδα; οχι. Πουθενα δεν βλεπουμε εστω και μια χαραμαδα φωτος.

Μονη διεξοδος, το πιοτο, η μορφινη, κι η ομιχλη.

Η ομίχλη που σε ολο το εργο ειναι πανταχου παρούσα, - δεν την βλεπουμε αλλα τη ζουμε μεσα απο το στομα της μητερας, οταν την επικαλειται για να τη γλυτωσει απο τη θεα των αλλων..και ασφαλως από την πραγματικοτητα. Ολοι την ξερουν την πραγματικοτητα τους. Κι ολοι την αρνουνται κανοντας σαν να μη τους αφορα.Η ομιχλη λειτουργει σαν αμυντικο τειχος, προστατευει κι απομακρυνει.


4 ανθρωποι. 4 ιστορίες. 4 πορείες. 4 κυκλοι που μπαινουν-βγαινουν ο ενας στον αλλον και παρολα αυτα ειναι μονοι. 4 ανθρωποι που αγαπούν κι αγαπιούνται με λάθος τροπο. Που ξεσκιζονται και ξεσκιζουν.


Είναι η προσωπικη ιστορια του συγγραφέα την οποια οταν τελειωσε την κλειδωσε σ ενα συρταρι αρνουμενος να τη ξαναδει μεχρι το θανατο του. Τον καταλαβαινω απόλυτα. Δεν αντεχεις να "ξαναζησεις" ολον αυτον το σπαραγμό. Και θελει πολλη δυναμη να παραδεχτεις την αληθεια οπως ειναι. Χωρις αλκοολ, χωρις ομιχλες, χωρις μορφινες.. Γυμνη, ασκημη και λυτρωτική.. Γι αυτον που την αντεχει..




Θεατρο Απλό

Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντύπας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Δημήτρης Καταλειφός, Ράνια Οικονομίδου, Αλκης Κούρκουλος, Κώστας Βασαρδάνης, Σοφία Καλεμκερίδου.

Τα κατακάθια μιας μέρας




H Κριστίνε εκλεισε την πόρτα πισω της και εσφιξε τα χειλη της. Ο παγωμενος αέρας αντι να την ηρεμησει την εκνευρισε που της επαιρνε το καπελλο κι εκανε τα μαλλια της να μπερδευονται.

Περπαταει γρηγορα και τα τακουνια της χτυπουν ρυθμικα πανω στο πλακοστρωτο, δινοντας ρυθμο στις σκεψεις της,.

Αν δεν τον συμπαθουσε τοσο πολυ, σιγουρα θα εκανε σκανδαλο μεσα στο καφέ , χαστουκιζοντας τον. Συγκρατηθηκε ομως, και δεν αφησε τιποτα να φανει στο προσωπο της. Αυτο εμεινε ηρεμο, χαμογελαστο, ενω μεσα της το ηφαίστειο εβραζε.

Τα ματια της τσουζανε απο τα δακρυα που ανεβηκαν χωρις να τα προσκαλεσει και το μυαλο της δουλευε με χιλιες στροφες. παντα ετσι δουλευει οταν την νευριαζουν.

Ναι θα τον χαστουκιζε ευχαριστως. Ηθελε να τον κανει να την "δει". Τον ακουγε μες στ αυτια της να της αναλυει το ονειρο της, να χαιδευει μια-μια τις λεξεις , την ωρα που εβγαιναν απο το στομα του , στρογγυλες , ολοσωστες, βγαλμενες καμπανιστά κι αβιαστα , αναπνεοντας απο την κοιλια οπως κανουν τα μωρα και οι μυημενοι στην ορθοφωνια, και σκεφτηκε: Αν δεν ενιωθα τοσο θυμωμενη (αλήθεια γιατι); θα πρεπε να διασκεδαζω μ αυτα που ακουω.

Το ονειρο της ηταν δικο της και του το αφησε μεσα στα χέρια του. Και της το επέστρεψε, μεσα σ ενα πακέτο, ντυμενο με μωβ φιογκο. Το μωβ τη νευριαζει, εκτος κι αν ειναι ενα μελλοντικό τραγουδι του Λάιου, η το μυριζει στις πασχαλιες του επιταφιου. Ποτέ αλλοτε.

Δεν την πειραξε που δεν ταυτιστηκαν οι ερμηνειες τους. Ξερει καλα οσο εκεινος, πως αυτο ηταν απο μονο του αυθαιρετο. Την ενοχλησε που αποφασισε ερημην της. Για εκεινην ηταν ηδη ξεκαθαρο τι σημαινε. Ναι εχασε το λουσατο 4x4. Ομως κρατησε το τιμόνι. Χωρις αυτο, το τζιπ ειναι ενα τιποτα. ενα κουφάρι. Εκεινη το ερμηνευσε πως αφησε να κυλισει πισω της η παλια της ζωη, κρατωντας ομως ακεραιο τον εαυτο της. το τιμονι της. Κι ο μπατσος, ηταν το "μεσο" για να το υλοποιησει. Και δεν την νοιαζει που δεν παει πια ουτε στο περιπτερο με το αυτοκινητο.. Εχει 2 πόδια που μπορουν να την πανε οπου θελει η καρδια της.

Χωρις να το καταλαβει φτανει στο σπιτι της. Στεκεται μπρος στον καθρεφτη του χωλ, βγαζοντας την καρφιτσα του καπέλου της. Σωριαζει στην μπερζερα το παλτο της και βγαζει τα γαντια της. Βγαζει προσεχτικα το καπελο, και τραβαει μηχανικα μια μια τις φουρκετες που συγκρατουσαν τοση ωρα τον χαμηλο στον αυχενα κοτσο της. Τα μαλλια της πεφτουν στους ωμους της ελευθερα. Εβγαλε το φουστανι της κι εμεινε να κοιτιεται γυμνη μπροστα στον καθρεφτη.

-Τα σκατωσες παλι ειπε στο ειδωλο της.

Γιατι αντι να σαι μες στην αρνηση (κι αυτη δεν ειχε ιδεα τοτε- μετα εμαθε τι σημαινει να σαι στο σταδιο της αρνησης), δεν του πες οσα ηθελες να του πεις; Δεν εχει νοημα , ηταν ηδη παρμένη η απόφαση από καιρο, της ειπε ο εαυτος της κι εκεινη αναψε τη μεγαλη λαμπα και περασε στο σαλονι.

Κατι ειχε αλλαξει στο σαλονι.. ηταν ενα σαλονι απο το μελλον.. ενα μεγαλο δωματιο, παραγωνο, με ενα παραθυρο και μια μπαλκονοπορτα που βλεπει σ ενα παρκο με ψηλα δεντρα, με 2 δερματινους καναπεδες, με πινακες του βαρλαμου και του Μυταρα στους τοιχους, βαμμενο σε χρωματα ζεστα, ο ενας τοιχος πιο εντονος οι αλλοι να φερνουν το ίσο. Βιβλια παντου, αντικειμενα διαλεγμενα κι αγαπημενα κι ενα χειροποιητο χαλι στο πατωμα. Το σπιτι της .

Πανω στον καναπε υπαρχουν αφημενα καδρα. Α ! τα εφερε , μονολογησε.. Τα πηρε στα χερια της, πρωτα τις μικρες κορνιζες, μετα τα μεγαλα καδρα.. Η ζωη της μεσα απο φωτογραφιες. Χαμογελουσε. Πηρε μια φωτογραφια, αυτη στα 12, μια αλλη ,μμμ ωραιο κοριτσακι ησουν, και τις εβαλε στη βιβλιοθηκη. Εμεινε ενα μεγαλο καδρο. Αυτο με τους γονεις της. Το πηρε στα χερια της και χαιδεψε το τζαμι του. Τους κοιταξε σοβαρα με τη συγκινηση που θα ενιωθε αν εβλεπε εκεινο το θρυλικο ζευγαρι του πολέμου την ωρα που δινουν Το Φιλί.

Αραγε αν κρεμουσα τα καδρα θα χαλουσα την αισθητικη του χωρου;- μονολογησε. Περασε στο μεγαλο διαδρομο που ενωνει την κρεβατοκαμαρα της με τα μπροστινα δωματια. Εδω θα τα βαλω ολα. στον διαδρομο. και τοσο καιρο σκεφτομουν τι να κανω να μη φαινονται τοσο αδειοι οι τοιχοι.. -εσκασε στα γελια. Θα φτιαξω μια απρομαυρη πινακοθηκη και θα ναι κι ωραια ;) . Ενθουσιασμενη περασε στο σαλονι της. Βολευτηκε στον καναπε και πηρε το λαπτοπ της αγκαλια. Το ανοιξε και αρχισε να γραφει:

Αγαπημενε μου Κ,
Ευχαριστω για το μειλ σου ... παντα χαιρομαι να σε διαβαζω και να σε απολαμβανω... Σ ευχαριστω που με βοηθησες να βρω το πιο ταιριστο μερος να κρεμασω τα καδρα μου.. Αυτα μονο μου εμεναν και το σπιτι μου πια ειναι έτοιμο...γεματο.

............ εκλεισε το λαπτοπ και σηκωθηκε, τα γυμνα της πόδια εσπρωξαν κατι στο πατωμα. Εσκυψε και επιασε στα χερια της μια καρφιτσα.. Λατρευει τις καρφιτσες αλλα αυτη ηταν απο μια αλλη εποχη.. Τοτε που αγαπουσε την art nouveau και γελουσε και νευριαζε μεσα σε καφέ , που μοσχομυριζαν αχνιστό καφέ και λαχταριστα στρούντελ. Ηταν μια καρφιτσα του Rene Lalique, μια γυναικα-πεταλουδα.

Ανοιξε παλι το λαπ της και συνεχισε το μειλ εκει που το ειχε αφησει..

Καληνυχτα σου Κ, αυτη η καρφιτσα ειναι για σενα, στη χαριζω , σου ανηκει..

Δική σου,

χ

ο ί σ τ ρ ο ς




Χουζούρικα στα πόδια του

Ο εκτυπωτής ξερνούσε σελίδες Α4

Κι εκείνος έπαιρνε τις σελίδες και της τις έδινε
Κοίτα κι αυτό..

Αμίλητη ταξίδευε ανάμεσα στις γραμμές .

Τα χαρτιά στοίβες στο πάτωμα.

2 άνθρωποι γοητευμένοι , παραδομένοι από το ταξίδι των λέξεων

Εξω από το παράθυρο ένα ασημένιο περιστέρι, αδιάφορο
Μένει ακίνητο στα κλαδιά του πεύκου,

Κι εκείνη, χουζούρικα ακουμπάει το κεφάλι της πάνω του, βολεμένη ανάμεσα στ ανοιχτά του πόδια . Μια αυθάδικη αχτίνα ήλιου σέρνεται ανάμεσά τους. Τη διώχνει από τα μάτια της. Τα χείλη της την ακολουθούν, όπου κάθεται . Υγρά φιλιά μένουν πίσω σαν ίχνη . Να μη χάσει το μονοπάτι.


Ο εκτυπωτής σιώπησε. Οι σελίδες στο πλάι της.

Τα πόδια του την φυλακίζουν σφιχτά ανάμεσα τους.
Ταξίδεψε με με τη φωνή σου τη διέταξε.

Αρχισε να διαβάζει δυνατά. Η φωνή της γέμισε το δωμάτιο:

«αν με αγαπήσεις θα μου προσφερθείς, κι αν μου προσφερθείς θα τιμήσω την αγάπη σου»

Το περιστέρι πέταξε στη φωλιά του. Η φωνή της βάθυνε. Είναι επιτέλους σπίτι της.



__________________

Δεν έχω τίποτα




Δεν έχω τίποτα

Σταθηκα μπροστα του
με περιμενε
το ηξερε πως θα ερθω.

Γυμνωθηκα
και του παρεδωσα τα ρουχα μου
τα απλωσα στο πατωμα
και ξαπλωσα με ορθανοιχτα τα ποδια
επανω τους.

Δεν εχω τιποτα δικο μου
τα χερια του αγγιζουν το κορμι μου
χωνονται βαθεια μεσα μου
μ εξερευνουν
Εισχωρουν στο μυαλο μου
Ανοιγουν δρομο
το χερι του σκαλιζει
ανακαλυπτει χαμενα κομματια μου
που ουτε ηξερα πως υπαρχουν
αναμεσα σε σκονη και βρωμια
αναμεσα σε πατημενες επιθυμιες
και ξεχασμενους κοσμους.

Ουρλιαζω απο τον πόνο
Ουρλιαζω απο την καυλα
Ουρλιαζω απο το ξεσκισμα του μεσα μου
κλαιω και χυνω.

κι ησυχαζω

και παυω να παλευω
τον εαυτο μου
τη φυση μου

Δεν εχω τιποτα

Τα μαζεψα όλα
προσεχτικα ένα-ένα
τα κρατησα σφιχτα στα χερια μου
τα φιλησα
και τ αφησα να πεσουν μεσα στα δικα του

Ειμαι επιτελους ελεύθερη


Γυμνη


με τις αισθησεις μου αναγεννημενες
με ενα αιδοιο υγρο να τον περιμενει

Μια καρδια ολανοιχτη


κι ενα μυαλο αχορταγο να μαθει


να γεμισει απο Αυτον.



Δεν εχω τιποτα δικο μου
Εχω τα παντα


Ο,τι εχει επιθυμησει ποτέ γυναίκα